θρασυμυθος

θρασυμυθος
    θρασύμυθος
    θρᾰσύ-μῡθος
    2
    (σῠ) со смелой речью, дерзкий на язык
    

(ὕβρις Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θρασυμυθος" в других словарях:

  • θρασύμυθος — θρασύμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μυθος (< μύθος), πρβλ. εύ μυθος, πολύ μυθος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύμυθον — θρασύμῡθον , θρασύμυθος bold of tongue masc/fem acc sg θρασύμῡθον , θρασύμυθος bold of tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»